- σούδα
- I
Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ-μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida (= οδηγός) ή ότι πρόκειται περί των αρχικών του τίτλου Σ(υναγωγή) Ο(νομαστικής) Υ(λης) Δ(ι’) Α(λφαβήτου) ή τέλος ότι πρόκειται περί μεταφορικής χρήσης της βυζαντινής λέξης, «σούδα» = οχύρωμα από πασσάλους. Ας σημειωθεί πάντως ότι ήδη από την εποχή του Ευστάθιου της θεσσαλονίκης (12ος αι.) μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ήταν κυρίως σε χρήση ο τύπος Σουΐδα (ς), που θεωρούνταν ως το όνομα του (πράγματι ανύπαρκτου) συντάκτη του λεξικού αυτού. Όσο για το περιεχόμενο, η Σ. είναι ένα από τα σπουδαιότερα βυζαντινά λεξικά. Περιέχει δώδεκα χιλιάδες περίπου λήμματα, καταταγμένα με ιδιότυπη αλφαβητική σειρά. Τα φωνήεντα δηλαδή και οι δίφθογγοι ταξινομούνται φωνητικά και όχι κατ’ απόλυτη αλφαβητική τάξη. Κύρια πηγή του έργου είναι το λεξικό του Ησύχιου του Μιλήσιου.Αυτό όμως που κάνει τη Σ. μοναδική είναι το ότι περιέχει και εννιακόσια περίπου βιβλιοβιογραφικά λήμματα, όπου παρέχονται άγνωστες από αλλού πληροφορίες περί συγγραφέων και συγγραμμάτων της αρχαίας και της χριστιανικής γραμματείας. Άριστη έκδοση της Σ. δημοσίευσε η Ada Adler (πέντε τόμοι, 1928 - 1938).IIΌνομα δύο οικισμών.1. Παράλιος οικισμός (5507 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη νότια ακτή του ομώνυμου όρμου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., 5531 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Πλατάνι (24 κάτ.). Το λιμάνι της, από τα μεγαλύτερα και ασφαλέστερα της Μεσογείου, είναι ναύσταθμος του ελληνικού πολεμικούναυτικού του Νότιου Αιγαίου και του Ιονίου.2. Παράλιος οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 10), στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο ομώνυμο μικρό νησάκι που υπάρχει στην είσοδο του όρμου της Σούδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σούδας.* * *η / σοῡδα, ΝΜνεοελλ.1. χαντάκι, αυλάκι όπου ρέουν βρόμικα νερά που, συνήθως, προέρχονται από σπίτι, οχετός2. στενό πέρασμαμσν.1. πάσσαλος2. συνεκδ. φράγμα κατασκευασμένο με πασσάλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudis «τάφρος, χαράκωμα, πάσσαλος». Από τον τ. αυτό προήλθε ο τίτλος τού μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. Σούδα].
Dictionary of Greek. 2013.